πορφυρίτης

πορφυρίτης
Εκρηξιγενές πέτρωμα, που προέρχεται κυρίως από διοριτικά μάγματα. Ως προς τον ιστό, ισχύει ό,τι και στους πορφύρες, από τους οποίους οι π. διαφέρουν βασικά κατά το ότι στους πορφύρες επικρατούν οι καλιούχοι άστριοι, ενώ στους π. τα πλαγιόκλαστα. Ανάλογα με τα σιδηρομαγνησιούχα ορυκτά που περιέχουν (βιοτίτης, κεροστίλβες, πυρόξενοι κλπ.) καθορίζεται μια ολόκληρη σειρά π. Όπως και οι πορφύρες, έτσι και οι π. μπορεί να είναι φλεβικά πετρώματα με πορφυροειδή ιστό, όπως οι γρανιτικοί π., γρανοδιοριτικοί π., γαββροπορφυρίτες, διοριτικοί π. κλπ., ή παλαιοηφαιστειακά πετρώματα, όπως ο χαλαζιακός π., που αντιστοιχεί στο νεοηφαιστειακό δακίτη, ο πορφυρίτης, που είναι ανδεσίτης παλιάς γεωλογικής ηλικίας κλπ. Τα πετρώματα αυτά χρησιμοποιούνται πολύ ως διακοσμητικά υλικά δομής: πασίγνωστοι είναι ο ερυθρός π. της Αιγύπτου και ο κροκεάτης λίθος της Πελοποννήσου, ένας αυγιτικός ανδεσιτικός π., οι οποίοι χρησιμοποιούνταν πολύ κατά την κλασική αρχαιότητα. Πορφυρίτης: το εκρηξιγενές αυτό πέτρωμα χαρακτηρίζεται κυρίως από την παρουσία ενός ασβεστονατριούχου άστριου (πλαγιόκλαστου).
* * *
ὁ, ΝΜΑ, και πορφυρῑτις, -ίτιδος, η, Α
εκρηξιγενές πέτρωμα στο οποίο μεγάλοι κρύσταλλοι ορυκτών βρίσκονται μέσα σε μια ομοιόμορφη ή λεπτοκρυσταλλική μάζα
αρχ.
1. ορυχείο πορφυρίτη
2. ως επίθ. φρ. α) «πορφυρίτης λίθος» — πορφυρίτης
β. «κίονες πορφυρῑται» — κίονες από πορφυρίτη
γ) «πορφυρῑτις λιθοτομία» — ορυχείο πορφυρίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης/ σελην-ῖτις). Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. porphyrite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πορφυρίτης — πορφυρί̱της , πορφυρίτης like purple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίτας — πορφυρί̱τᾱς , πορφυρίτης like purple masc acc pl πορφυρί̱τᾱς , πορφυρίτης like purple masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ETESIUS Lapis inter Porphyritas lapides — memoratur, in Lexieo Chymico, Πορφυρίτης ἐςτὶ λίθος ετήσιος καὶ ἀνδροδάμας. In lapidibus ad mortaria medicinalia aptis, Plin. l. 36. c. 22. Etesiumque lapidem in his praetulêre coeteri, mox et Thebaicum. De quo multa miranda Chymici Scriptores, e …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • πορφυρίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. πορφυρίτης …   Dictionary of Greek

  • πορφυριτικός — ή, ό, / πορφυριτικός, ή, όν, ΝΑ [πορφυρίτης] αποτελούμενος ή κατασκευασμένος από πορφυρίτη νεοελλ. φρ. «πορφυριτικός ιστός» (πετρογρ.) υφή εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι, οι φαινοκρύσταλλοι, βρίσκονται διασκορπισμένοι… …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • πορφυρίτην — πορφυρί̱την , πορφυρίτης like purple masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίτου — πορφυρί̱του , πορφυρίτης like purple masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίτῃ — πορφυρί̱τῃ , πορφυρίτης like purple masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”